Archive for κείμενα

ΜΑΥΡΟΙ ΚΛΕΦΤΕΣ…

ΜΑΥΡΟΙ ΚΛΕΦΤΕΣ

 

Μαύρη ρε μαύρη μαύρη (δις)

Μαύρη ζωή που κάνουμε,

 

Εμείς οι μαύροι κλέφτες (δις)

Ποτέ ρε, ποτέ μας, δεν αλλάζουμε

Εμείς οι μαύροι κλέφτες (δις)

 

Με ιδρω ρε, με ιδρώτα τρώμε το ψωμί,

Με ιδρώτα τρώμε το ψωμί, με ιδρώτα πολεμάμε

Με ιδρώτα τρώμε το ψωμί, με φόβο πολεμάμε

 

Εμείς οι μαύροι κλέφτες (δις)

ΜΑΝΙΦΕΣΤΟ…

ΜΑΝΙΦΕΣΤΟ

 

Όταν θυμηθώ

Να ξυπνήσω

Όταν θυμηθώ

Θα σκοτεινιάσει ο κόσμος

Θα εξατμιστεί αόσμως

Θα ξεχειλίσει θάλασσα

Όταν θυμηθώ

Να θυμώσω

Όταν θυμηθώ

Θ’ αλλάξουνε οι όροι

Θα γκρεμιστούν τα όρη

Του κόσμου οι συχνότητες

Όταν θυμηθώ

(Μα-νι-φε-στο)

Όταν θυμηθώ

Να ονειρευτώ

Έναν κόσμο άλλον απ’ αυτό

Κάτι που ανοίγει το μυαλό

Το υπερβατικό σκαλί

Με λύσσα θα πατήσω

 

ΜΑΔΑΓΑΣΚΑΡΗ..

ΜΑΔΑΓΑΣΚΑΡΗ

Άλλο η Μαδαγασκάρη, κι άλλο η Μαδαγασκάρη

Σκέψη που παραπατάει, σ’ άλλο μήκος ξεκινάει

Άλλο το να κι άλλο τ’ άλλο, άλλα τόσα στο σωστό

Έλα στην αφετηρία για να δεις την ουτοπία

 

Άλλο τ ανοιχτό φανάρι, κι άλλο βόλτα στο φεγγάρι

Άλλο ο  τριτράμπαλος   κι άλλο ο μονόγολγος

Είπες το να, είπες τ’ άλλο, έλα τώρα να στη βάλω

Την ιδέα

Η ΚΑΝΑΡΑ..

Η ΚΑΝΑΡΑ

Σε μια βαρκούλα μυστική

Είν’ η ψυχή μου μοναχή

Δεν έχω φρούδα, ούτε φλούδα, ούτε ελπίδα

Με μια καινούρια τακτική, ξεχνάμε τη στρατηγική

Και κάνω φτού ξελεφτερία στην παραλία

Δεν θέλω μόνιμη κοιλιά

Δεν θέλω κόμπο στη θηλιά

Και τα πολλά κουλά – ποιος είμαι και τι θέλω

Θα τις πηδήσω τις φωτιές

Και ας τσατίζονται πολλές

Κι από καμάρα σε καμάρα θα περνάω

Από κανάρα σε κανάρα σε κανάρα σε κανάρα σε κανάρα σε κανάρα σε κανάρα σε από κανάρα σε κανάρα σε κανάρα θα πετάω

Καρδιά δεν θέλω κουμπαρά

Δεν βάζω πόρτα στη σπηλιά

Στέλνω το γκαζοζέν ντουγρού στην κατηφόρα

Και το μυαλό για να τραφεί

Πρέπει ν’ αλλάζεις τη σκηνή

Κι απ’ την αρχή να το γεμίζεις το παγούρι

 

Γουστάρω ελεύθερη βολή

Κι όχι αποκλειστικό κελί

Για μια μονάχα θηλυκιά γλυκιά καβάντζα

Θα βγάλω είκοσι κραυγές

Τριάντα ράτζα και σκηνές

Κι από καβάντζα σε καβάντζα θα περνάω

 

Από κανάρα σε κανάρα σε κανάρα σε κανάρα σε κανάρα σε κανάρα σε κανάρα σε

κανάρα σε κανάρα σε κανάρα θα πετάω

Η ΛΟΥΛΟΥ…

Η ΛΟΥΛΟΥ

 

Η Λουλού είναι του παππού

 

Κάνει ζέστη, νέτα σκέτα

κάνει ζέστη  σκάσαν τα κλαπέτα

και δεν μπορώ να κοιμηθώ

δεν μπορώ να κοιμηθώ

θα ‘ρθω να σε πάω ραντεβού

καμία βόλτα στην Ομόνοια

Την πάει, την φέρνει

την πάει και την σέρνει,

τρώει τούμπα πέφτει κάτω

 

Η Λουλού είναι του παππού

 

Κρυμμένος στα νησιά

εξόριστος φαντάρος και τουρίστας

από την πολύ απανεμιά

το λουλού για συντροφιά

απέμεινε μονάχος

με ένα χρέος στην πατρίδα

Το λουλού της κόρης

είναι μισή μερίδα

 

“Τέσσερα πορτοκάλια

τα δυο σαπίσανε

ήρθα για να σε κλέψω μα δεν μ’ αφήσανε

με κυνηγήσανε”

 

Η Λουλού είναι του παππού